κυνοραιστής

κυνοραιστής
κυνοραιστής
dog-tick
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυνοραιστής — και κυνορ(ρ)αίστης και κυνοραϊστής, ο (Α κυνοραιστής, οῡ) παράσιτο τών σκύλων, κρότωνας, τσιμπούρι («ἔνθα κύων κεῑτ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ρ(ρ)αίστης / ρ(ρ)αϊστής (< ραίω «συντρίβω, καταστρέφω») πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κυνοραιστέων — κυνοραίστης masc gen pl (epic ionic) κυνοραιστής dog tick masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοραιστῶν — κυνοραίστης masc gen pl κυνοραιστής dog tick masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοραισταί — κυνοραιστής dog tick masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοραιστήν — κυνοραιστής dog tick masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοραιστάς — κυνοραιστά̱ς , κυνοραιστής dog tick masc acc pl κυνοραιστά̱ς , κυνοραιστής dog tick masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοραίστας — κυνοραίστᾱς , κυνοραίστης masc acc pl κυνοραίστᾱς , κυνοραίστης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… …   Dictionary of Greek

  • κυνοραιστίδιον — κυνοραιστίδιον, τὸ (Μ) [κυνοραιστής] 1. τσιμπούρι 2. ενοχλητικό άτομο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”